λυσεργικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λυσεργικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lysergic < (hydro)lys(is) + erg(ot) + -ic < αρχαία ελληνική ὕδωρ + λύω + παλαιά γαλλική argot
Επίθετο
επεξεργασίαλυσεργικός, -ή, -ό
- (χημεία) που έχει σχέση με το αμινοξύ λυσεργικό οξύ (C₁₆H₁₆N₂O₂) ή αναφέρεται σ’ αυτό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- λυσερικό οξύ στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ελ ες ντι (LSD)
- ερυσίβη