πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λυπομανής η λυπομανής το λυπομανές
      γενική του λυπομανούς* της λυπομανούς του λυπομανούς
    αιτιατική τον λυπομανή τη λυπομανή το λυπομανές
     κλητική λυπομανή(ς) λυπομανής λυπομανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λυπομανείς οι λυπομανείς τα λυπομανή
      γενική των λυπομανών των λυπομανών των λυπομανών
    αιτιατική τους λυπομανείς τις λυπομανείς τα λυπομανή
     κλητική λυπομανείς λυπομανείς λυπομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

λυπομανής

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία