λυπομανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λυπομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lypemania < αρχαία ελληνική λύπη + μανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλυπομανία θηλυκό
- (ψυχολογία) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του λυπομανούς
λυπομανία θηλυκό