λυγρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λυγρός | ἡ | λυγρᾱ́ | τὸ | λυγρόν |
γενική | τοῦ | λυγροῦ | τῆς | λυγρᾶς | τοῦ | λυγροῦ |
δοτική | τῷ | λυγρῷ | τῇ | λυγρᾷ | τῷ | λυγρῷ |
αιτιατική | τὸν | λυγρόν | τὴν | λυγρᾱ́ν | τὸ | λυγρόν |
κλητική ὦ! | λυγρέ | λυγρᾱ́ | λυγρόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | λυγροί | αἱ | λυγραί | τὰ | λυγρᾰ́ |
γενική | τῶν | λυγρῶν | τῶν | λυγρῶν | τῶν | λυγρῶν |
δοτική | τοῖς | λυγροῖς | ταῖς | λυγραῖς | τοῖς | λυγροῖς |
αιτιατική | τοὺς | λυγρούς | τὰς | λυγρᾱ́ς | τὰ | λυγρᾰ́ |
κλητική ὦ! | λυγροί | λυγραί | λυγρᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λυγρώ | τὼ | λυγρᾱ́ | τὼ | λυγρώ |
γεν-δοτ | τοῖν | λυγροῖν | τοῖν | λυγραῖν | τοῖν | λυγροῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λυγρός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαλυγρός, -ά, -όν
- (για πράγματα, καταστάσεις) λυπηρός, ελεεινός, φθοροποιός, ολέθριος, δεινός, χαλεπός
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 49 (49-50)
- τοὔνεκ᾽ ἄρ᾽ ἀνθρώποισιν ἐμήσατο κήδεα λυγρά, | κρύψε δὲ πῦρ·
- Έτσι σχεδίασε για τους ανθρώπους ολέθριες θλίψεις: | έκρυψε τη φωτιά.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τοὔνεκ᾽ ἄρ᾽ ἀνθρώποισιν ἐμήσατο κήδεα λυγρά, | κρύψε δὲ πῦρ·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 649 (649-654)
- τὸ δὲ λυγρὸν φόνιόν τε γῆ- | ρας μισῶ· κατὰ κυμάτων δ᾽ | ἔρροι μηδέ ποτ᾽ ὤφελεν | θνατῶν δώματα καὶ πόλεις | ἐλθεῖν, ἀλλὰ κατ᾽ αἰθέρ᾽ αἰ- | εὶ πτεροῖσι φορείσθω.
- Μα τα φονικά κι ολέθρια | γηρατειά μισώ τα κι είθε | να παν να χαθούν στα κύματα | και να μην έρχονταν στα σπίτια | των ανθρώπων και τις πόλεις, | μα πάντοτε να φτερουγούσαν | μες στον αιθέρα·
- Μετάφραση (1911): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- τὸ δὲ λυγρὸν φόνιόν τε γῆ- | ρας μισῶ· κατὰ κυμάτων δ᾽ | ἔρροι μηδέ ποτ᾽ ὤφελεν | θνατῶν δώματα καὶ πόλεις | ἐλθεῖν, ἀλλὰ κατ᾽ αἰθέρ᾽ αἰ- | εὶ πτεροῖσι φορείσθω.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 49 (49-50)
- (για ανθρώπους) επιβλαβής, βλαβερός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 454 (στίχοι 452-454)
- ἦ σὺ ἄνακτος | ὀφθαλμὸν ποθέεις, τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσε | σὺν λυγροῖς ἑτάροισι, δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ,
- Μάλλον θ᾽ αποζητάς του αφεντικού το μάτι, που του το τύφλωσε | ο κακός εχθρός κι οι άθλιοι σύντροφοί του, αφού του σκότισε | τον νου με το κρασί,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἦ σὺ ἄνακτος | ὀφθαλμὸν ποθέεις, τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσε | σὺν λυγροῖς ἑτάροισι, δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 454 (στίχοι 452-454)
- (για ανθρώπους) ανίκανος για μάχη, δειλός
- (για αντικείμενα) ευτελής, άθλιος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 457 (στίχοι 454-457)
- αὐτὰρ Ἀθήνη | ἄγχι παρισταμένη Λαερτιάδην Ὀδυσῆα | ῥάβδῳ πεπληγυῖα πάλιν ποίησε γέροντα, | λυγρὰ δὲ εἵματα ἕσσε περὶ χροΐ,
- Αλλά κι η Αθηνά | πλάι στον Οδυσσέα στάθηκε, γιο του Λαέρτη, | τον κτύπησε με το ραβδί της και γέρο τον ξανάκαμε, | στο σώμα του φορώντας πάλι κουρελιασμένα ρούχα·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ Ἀθήνη | ἄγχι παρισταμένη Λαερτιάδην Ὀδυσῆα | ῥάβδῳ πεπληγυῖα πάλιν ποίησε γέροντα, | λυγρὰ δὲ εἵματα ἕσσε περὶ χροΐ,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 457 (στίχοι 454-457)
Εκφράσεις
επεξεργασία- (το ουδέτερο πληθ. ως ουσιαστικό) (τά λυγρά): τα δυσάρεστα, δυστυχία, καταστροφή, όλεθρος
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 100
- ἄλλα δὲ μυρία λυγρὰ κατ᾽ ἀνθρώπους ἀλάληται·
- Άλλοι αναρίθμητοι όλεθροι ανάμεσα στους ανθρώπους περιφέρονται.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἄλλα δὲ μυρία λυγρὰ κατ᾽ ἀνθρώπους ἀλάληται·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 100
Παράγωγα
επεξεργασία- λυγροπαθής
- λυγρώδης
- λυγρῶς (επίρρημα)
Πηγές
επεξεργασία- λυγρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λυγρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.