λούτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λούτος | η | λούτα | το | λούτο |
γενική | του | λούτου | της | λούτας | του | λούτου |
αιτιατική | τον | λούτο | τη | λούτα | το | λούτο |
κλητική | λούτε | λούτα | λούτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λούτοι | οι | λούτες | τα | λούτα |
γενική | των | λούτων | των | λούτων | των | λούτων |
αιτιατική | τους | λούτους | τις | λούτες | τα | λούτα |
κλητική | λούτοι | λούτες | λούτα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λούτος < ιταλική luttus < λατινική luctus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος lugeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewǵ-
Επίθετο
επεξεργασίαλούτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία λούτος
|