↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λούτος η λούτα το λούτο
      γενική του λούτου της λούτας του λούτου
    αιτιατική τον λούτο τη λούτα το λούτο
     κλητική λούτε λούτα λούτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λούτοι οι λούτες τα λούτα
      γενική των λούτων των λούτων των λούτων
    αιτιατική τους λούτους τις λούτες τα λούτα
     κλητική λούτοι λούτες λούτα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λούτος < ιταλική luttus < λατινική luctus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος lugeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewǵ-

  Επίθετο

επεξεργασία

λούτος

  1. (ιδιωματικό) (παρωχημένο) απογοητευμένος, λυπημένος
  2. (ιδιωματικό) (παρωχημένο) ανόητος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία