λουλάς
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λουλάς | οι | λουλάδες |
γενική | του | λουλά | των | λουλάδων |
αιτιατική | τον | λουλά | τους | λουλάδες |
κλητική | λουλά | λουλάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λουλάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική lüle < περσική لوله (lule)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λουλάς αρσενικό
- η εστία του ναργιλέ, όπου τοποθετείται χαρμάνι καπνού και κάρβουνα
- Όταν καπνίζει ο λουλάς, / εσύ δεν πρέπει να μιλάς. / Κοίταξε, τριγύρω οι μάγκες / κάνουν όλοι τουμπεκί. (Από τραγούδι σε στίχους και μουσική του Γιώργου Μητσάκη)
- ο θολωτός αποστακτήρας για παραγωγή οινοπνευματωδών (όπως τσίπουρο, ρακή, τσικουδιά) ποτών που προσαρμόζεται στο καζάνι κατά το καζάνεμα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- αρτζιμπούρτζι και λουλάς: με πολύ μεγάλη σύγχυση
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ναργιλές στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λουλάς
|