καζάνεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καζάνεμα < καζάνι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαζάνεμα ουδέτερο
- (κρητικά):
- (γενικότερα) η διαδικασία παραγωγής (απόσταξη) ρακής - τσικουδιάς σε καζάνι με καπάκι, χάλκινο αποστακτήρα (λουλάς)
- (ειδικότερα) το γλέντι που γίνεται κατά την παραγωγή της ρακής από τους καζανάδες
Συνώνυμα
επεξεργασία- ρακιτζό (ναξιακό ιδίωμα)
Συγγενικά
επεξεργασία- καζανάρης (κρητικά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καζάνεμα
|
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014