καζανάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαζανάρης αρσενικό
- (κρητικά, επάγγελμα) το πρόσωπο που παράγει ρακή - τσικουδιά, ο ιδιοκτήτης του αποστακτηρίου (όπου υπάρχει το καζάνι, ο λουλάς, για την απόσταξη)
- ※ Με την εντύπωση ότι θα πάρει πίσω η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων την περίφημη εγκύκλιο που θα έβαζε αν εφαρμοζόταν “φωτιά” στην τσικουδιά και το τσίπουρο αναχώρησαν χθες από την Αθήνα οι πρόεδροι των καζανάρηδων του νομού Ηρακλείου κ. Φραγκιαδάκης και του νομού Λασιθίου κ. Καναβάκης
- Χριστόφορος Παπαδάκης, «Ελπίδες για την τσικουδιά - Ανάμικτα αισθήματα για τους καζανάρηδες», Νέα Κρήτη (διαδικτυακή έκδοση), 20 Μαρτίου 2019· πρόσβαση: 2022-01-22.
- ※ Εντάκαρε να βράζει το καζάνι, | κι ο λουλάς να τρέχει ζεστή τη ρακή | […] | Βάλε καζανάρη, βάλε τσικουδιά, | να καεί απόψε, να καεί η βραδιά, | βάλε καζανάρη, βάλε και μη μιλάς | για τους μερακλήδες τρέχει ο λουλάς.
- «Ο καζανάρης», λαϊκό κρητικό τραγούδι της τσικουδιάς.
Ταυτόσημο
επεξεργασία- καζανάς (κυρίως εκτός Κρήτης)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καζανάρης
|
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014