ντακέρνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντακέρνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ντακέρνω
- ※ Εντάκαρε να βράζει το καζάνι, | κι ο λουλάς να τρέχει ζεστή τη ρακή | […] | Βάλε καζανάρη, βάλε τσικουδιά, | να καεί απόψε, να καεί η βραδιά
- «Ο καζανάρης», λαϊκό κρητικό τραγούδι της τσικουδιάς.