ρακιτζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾa.ciˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρα‐κι‐τζής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρακιτζής αρσενικό
- (επάγγελμα, ιδιωματικό της Νάξου) που παρασκευάζει ρακή, τσίπουρο
- → δείτε και τη λέξη καζανάρης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρακιτζής
|