αργιλές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αργιλές | οι | αργιλέδες |
γενική | του | αργιλέ | των | αργιλέδων |
αιτιατική | τον | αργιλέ | τους | αργιλέδες |
κλητική | αργιλέ | αργιλέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αργιλές < αποβολή του «ν» από το ναργιλές
Ουσιαστικό επεξεργασία
αργιλές αρσενικό
- άλλη μορφή του ναργιλές