λιακωτό
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιακωτό | τα | λιακωτά |
γενική | του | λιακωτού | των | λιακωτών |
αιτιατική | το | λιακωτό | τα | λιακωτά |
κλητική | λιακωτό | λιακωτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λιακωτό < μεσαιωνική ελληνική ἡλιακόν + -ωτό < ελληνιστική κοινή ἡλιακός < αρχαία ελληνική ἡλιακός < πρωτοελληνική *hāwélios < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sāwélios < *sóh₂wl̥
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λιακωτό ουδέτερο
- βεράντα (ή ταράτσα) εκτεθειμένη στο ηλιακό φως
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ήλιος