Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡλιακόν: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἡλιακός < ελληνιστική κοινή ἡλιακός < → δείτε  αρχαία ελληνική ἥλιος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἡλιακόν ουδέτερο

  • λιακωτό, μπαλκόνι, βεράντα, εξώστης
    ※  13ος/14ος αιώνας, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, ανωνύμου, έμμετρη μυθιστορία, στίχ. 491 (491-494)
    Ἀνέβη τοῦ ἡλιακοῦ καὶ πρὸς τὸν θρόνον εἶδε,
    τὸ πῶς ἀπέσω κάθητο ὁ βασιλεὺς Ἐρώτων
    στέμμα φορῶν βασιλικόν, βαστάζων σκῆπτρον μέγα,
    κρατῶν καὶ εἰς τὸ χέριν του μία χρυσὴν σαΐτταν.
    Εμμανουήλ Κριαράς, (επιμ.), Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, Αετός, Αθήνα 1955, σελ. 110, σελ. 263
    ※  13ος/15ος αιώνας, Λίβιστρος και Ροδάμνη, ανωνύμου, έμμετρη μυθιστορία, στίχ. 1108 (1107-1109) @georgakas.lit.auth.gr
    Βλέπω τῆς κόρης τὸ κελίν, προσέχω τὸ κουβούκλιν
    καὶ μέσα εἰς τὸν ἡλιακὸν θωρῶ τὰς ὡραιωμένας
    διὰ τὸ βεργὶν νὰ μάχουνται ποία νὰ τὸ κρατήση,
    Tina Lendari (επιμ.), Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης (Livistros and Rodamne). The Vatican version. Critical edition with Introduction, Commentary and Index-Glossary [Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, 10], ΜΙΕΤ, Αθήνα 2007.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ἡλιακόν


  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ἡλιακόν