ἡλιακόν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἡλιακόν: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἡλιακός < (ελληνιστική κοινή) ἡλιακός < → δείτε αρχαία ελληνική ἥλιος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἡλιακόν ουδέτερο
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ἡλιακόν
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ηλιακός» - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ἡλιακόν