λατερίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λατερίτης αρσενικό
- στρώμα του εδάφους ή του υπεδάφους με μεγάλη περιεκτικότητα σε οξείδια ή υδροξείδια του σιδήρου ή του αργιλίου, χρήσιμο στην παραγωγή τούβλων ή στις στρώσεις δρόμων, αλλά και πρώτη ύλη στην παραγωγή σιδηρονικελίου (όταν περιέχει οξείδιο του νικελίου)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Laterite στην αγγλική Βικιπαίδεια