Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιδηρονικέλιο τα σιδηρονικέλια
      γενική του σιδηρονικελίου
σιδηρονικέλιου
των σιδηρονικελίων
    αιτιατική το σιδηρονικέλιο τα σιδηρονικέλια
     κλητική σιδηρονικέλιο σιδηρονικέλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιδηρονικέλιο < σίδηρ(ος) + -ο- + νικέλιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιδηρονικέλιο ουδέτερο

  • κράμα σιδήρου-νικελίου, το οποίο παρουσιάζει βελτιωμένη ολκιμότητα, σκληρότητα και αντοχή στη διάβρωση

  Μεταφράσεις επεξεργασία