κυστεουρητηρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυστεουρητηρικός < κύστη + -ο- + ουρητήρας + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cystourethral)
Επίθετο επεξεργασία
κυστεουρητηρικός
- (ανατομία) που έχει σχέση με την ουροδόχο κύστη και τον ουρητήρα ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ↪κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυστεουρητηρικός