↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυνηγιάρης η κυνηγιάρα το κυνηγιάρικο
      γενική του κυνηγιάρη της κυνηγιάρας του κυνηγιάρικου
    αιτιατική τον κυνηγιάρη την κυνηγιάρα το κυνηγιάρικο
     κλητική κυνηγιάρη κυνηγιάρα κυνηγιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυνηγιάρηδες οι κυνηγιάρες τα κυνηγιάρικα
      γενική των κυνηγιάρηδων των κυνηγιάρικων
    αιτιατική τους κυνηγιάρηδες τις κυνηγιάρες τα κυνηγιάρικα
     κλητική κυνηγιάρηδες κυνηγιάρες κυνηγιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυνηγιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυνηγάρης· αναλύεται σε κυνηγ(άρης) + -ιάρης [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

κυνηγιάρης, -α, -ικο

  1. (για ζώο) που είναι ειδικός στο κυνήγι ή επιδίδεται σε αυτό
  2. (μεταφορικά, για πρόσωπο) που επιδίδεται στο κυνήγι ερωτικών συντρόφων

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία