↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυνηγιάρικος η κυνηγιάρικη το κυνηγιάρικο
      γενική του κυνηγιάρικου της κυνηγιάρικης του κυνηγιάρικου
    αιτιατική τον κυνηγιάρικο την κυνηγιάρικη το κυνηγιάρικο
     κλητική κυνηγιάρικε κυνηγιάρικη κυνηγιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυνηγιάρικοι οι κυνηγιάρικες τα κυνηγιάρικα
      γενική των κυνηγιάρικων των κυνηγιάρικων των κυνηγιάρικων
    αιτιατική τους κυνηγιάρικους τις κυνηγιάρικες τα κυνηγιάρικα
     κλητική κυνηγιάρικοι κυνηγιάρικες κυνηγιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυνηγιάρικος < κυνηγιάρ(ης) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

κυνηγιάρικος, -ή, ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία