Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυνηγάρης η κυνηγάρα το κυνηγάρικο
      γενική του κυνηγάρη της κυνηγάρας του κυνηγάρικου
    αιτιατική τον κυνηγάρη την κυνηγάρα το κυνηγάρικο
     κλητική κυνηγάρη κυνηγάρα κυνηγάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυνηγάρηδες οι κυνηγάρες τα κυνηγάρικα
      γενική των κυνηγάρηδων των κυνηγάρικων
    αιτιατική τους κυνηγάρηδες τις κυνηγάρες τα κυνηγάρικα
     κλητική κυνηγάρηδες κυνηγάρες κυνηγάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυνηγάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυνηγάρης

  Επίθετο επεξεργασία

κυνηγάρης, -α, -ικο

  Μεταφράσεις επεξεργασία