κυνηγάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυνηγάρικος < κυνηγ(άρης) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίακυνηγάρικος, -α, -ικο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυνηγάρικος
→ δείτε τη λέξη κυνηγιάρικος |
κυνηγάρικος, -α, -ικο
→ δείτε τη λέξη κυνηγιάρικος |