κυνηγάρικου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακυνηγάρικου αρσενικό ή ουδέτερο
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του κυνηγάρικος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους (κυνηγιάρικο) του κυνηγάρικος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους (κυνηγιάρικο) του κυνηγάρης