κροτοθόρυβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κροτοθόρυβος < ελληνιστική κοινή κροτοθόρυβος. Συγχρονικά αναλύεται σε κρότ(ος) + -ο- + θόρυβος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾo.toˈθo.ɾi.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρο‐το‐θό‐ρυ‐βος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακροτοθόρυβος αρσενικό
- (λογοτεχνικό) ήχος επιδοκιμασίας από χειροκροτήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κροτοθόρυβος
|
Πηγές
επεξεργασία- κροτοθόρυβος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κροτοθόρυβος | οἱ | κροτοθόρυβοι | ||||
γενική | τοῦ | κροτοθορύβου | τῶν | κροτοθορύβων | ||||
δοτική | τῷ | κροτοθορύβῳ | τοῖς | κροτοθορύβοις | ||||
αιτιατική | τὸν | κροτοθόρυβον | τοὺς | κροτοθορύβους | ||||
κλητική ὦ! | κροτοθόρυβε | κροτοθόρυβοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κροτοθορύβω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κροτοθορύβοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακροτοθόρυβος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- κροτοθόρυβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.