κροκοβαφής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κροκοβαφής | η | κροκοβαφής | το | κροκοβαφές |
γενική | του | κροκοβαφούς* | της | κροκοβαφούς | του | κροκοβαφούς |
αιτιατική | τον | κροκοβαφή | την | κροκοβαφή | το | κροκοβαφές |
κλητική | κροκοβαφή(ς) | κροκοβαφής | κροκοβαφές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κροκοβαφείς | οι | κροκοβαφείς | τα | κροκοβαφή |
γενική | των | κροκοβαφών | των | κροκοβαφών | των | κροκοβαφών |
αιτιατική | τους | κροκοβαφείς | τις | κροκοβαφείς | τα | κροκοβαφή |
κλητική | κροκοβαφείς | κροκοβαφείς | κροκοβαφή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κροκοβαφής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κροκοβαφής < κρόκος + βάπτω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kro.ko.vaˈfis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρο‐κο‐βα‐φής
Επίθετο επεξεργασία
κροκοβαφής, -ής, -ές
- (αρχαιοπρεπές) που έχει το χρώμα του κρόκου
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κρόκινος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κροκοβαφής
|
Πηγές επεξεργασία
- κροκοβαφής - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κροκοβαφής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κροκοβαφής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.