κρικοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρικοειδής | η | κρικοειδής | το | κρικοειδές |
γενική | του | κρικοειδούς* | της | κρικοειδούς | του | κρικοειδούς |
αιτιατική | τον | κρικοειδή | την | κρικοειδή | το | κρικοειδές |
κλητική | κρικοειδή(ς) | κρικοειδής | κρικοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρικοειδείς | οι | κρικοειδείς | τα | κρικοειδή |
γενική | των | κρικοειδών | των | κρικοειδών | των | κρικοειδών |
αιτιατική | τους | κρικοειδείς | τις | κρικοειδείς | τα | κρικοειδή |
κλητική | κρικοειδείς | κρικοειδείς | κρικοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρικοειδής < (ελληνιστική κοινή) κρικοειδής < αρχαία ελληνική κρίκος / κίρκος + -ειδής
Επίθετο
επεξεργασίακρικοειδής, -ής, -ές
- που μοιάζει με κρίκο, που έχει κυκλικό σχήμα
- (ουσιαστικοποιημένο) (ανατομία) χόνδρος της τραχείας, του λάρυγγα, ο δεύτερος κατά σειρά από πάνω προς τα κάτω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρικοειδής
|