κρίση πανικού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρίση πανικού | οι | κρίσεις πανικού |
γενική | της | κρίσης ή κρίσεως πανικού |
των | κρίσεων πανικού |
αιτιατική | την | κρίση πανικού | τις | κρίσεις πανικού |
κλητική | κρίση πανικού | κρίσεις πανικού | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρίση πανικού < → δείτε τις λέξεις κρίση και πανικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική panic attack
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkɾi.si pa.niˈku/
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
κρίση πανικού θηλυκό
- (ψυχολογία) αιφνίδια περίοδος έντονου άγχους, αυξανόμενης σωματικής διέγερσης, φόβου, στομαχικών προβλημάτων και δυσφορίας που συνδέονται με ποικίλα σωματικά και νοητικά συμπτώματα
- ※ Άγχος, κρίσεις πανικού, ακόμη και ψυχώσεις εκδηλώνουν στελέχη επιχειρήσεων, υπό το κράτος της πίεσης για υψηλή απόδοση και επίδοση, όταν όλα γύρω βουλιάζουν.
- Ελευθερία Κόλλια, Μάνατζερ σε κρίση (πανικού), Το Βήμα, 8 Αυγούστου 2010
- ※ Άγχος, κρίσεις πανικού, ακόμη και ψυχώσεις εκδηλώνουν στελέχη επιχειρήσεων, υπό το κράτος της πίεσης για υψηλή απόδοση και επίδοση, όταν όλα γύρω βουλιάζουν.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρίση πανικού
|