Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρίση πανικού οι κρίσεις πανικού
      γενική της κρίσης
ή κρίσεως πανικού
των κρίσεων πανικού
    αιτιατική την κρίση πανικού τις κρίσεις πανικού
     κλητική κρίση πανικού κρίσεις πανικού
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρίση πανικού < → δείτε τις λέξεις κρίση και πανικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική panic attack

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɾi.si pa.niˈku/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κρίση πανικού θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία