κρέμαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρέμαση | οι | κρεμάσεις |
γενική | της | κρέμασης* | των | κρεμάσεων |
αιτιατική | την | κρέμαση | τις | κρεμάσεις |
κλητική | κρέμαση | κρεμάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρεμάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρέμαση < αρχαία ελληνική κρέμασις < κρεμάννυμι / κρεμαννύω / κρεμάω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρέμαση θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) οικοδομικό στοιχείο που προεξέχει προς τα κάτω
- (αρχιτεκτονική) (παρωχημένο) κατασκευή, πλατιά στο επάνω μέρος και στενότερη στο κάτω, μέσω της οποίας έφτανε το νερό με δύναμη μέσα σ’ έναν νερόμυλο
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κρεμώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρέμαση
|