κουτσουμπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κουτσουμπός < ίσως ελληνιστική κοινή κόσυμβος [1] (ουσιαστικό: κρόσσι, είδος πόρπης, ή είδος ρούχου) < αρχαία ελληνική κοσύμβη, → δείτε και τις λέξεις κρωβύλος και ἐγκόμβωμα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.t͡sumˈbos/ & /ku.t͡suˈbos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐τσου‐μπός
Επίθετο
επεξεργασία
κουτσουμπός, -ή, -ό
- (δημοτική)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαεπώνυμα:
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .