πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακέφαλος η ακέφαλος
& ακέφαλη
το ακέφαλο
      γενική του ακεφάλου
& ακέφαλου
της ακεφάλου
& ακέφαλης
του ακεφάλου
& ακέφαλου
    αιτιατική τον ακέφαλο την ακέφαλο
& ακέφαλη
το ακέφαλο
     κλητική ακέφαλε ακέφαλε
& ακέφαλη
ακέφαλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακέφαλοι οι ακέφαλοι
& ακέφαλες
τα ακέφαλα
      γενική των ακεφάλων
& ακέφαλων
των ακεφάλων
& ακέφαλων
των ακεφάλων
& ακέφαλων
    αιτιατική τους ακεφάλους
& ακέφαλους
τις ακεφάλους
& ακέφαλες
τα ακέφαλα
     κλητική ακέφαλοι ακέφαλοι
& ακέφαλες
ακέφαλα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ακέφαλος, -ος/-η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που δεν έχει κεφάλι
    ο ακέφαλος καβαλάρης
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει αρχηγό, διευθυντή, κάποιον που τον οδηγεί

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία