Δείτε επίσης: ἀκόρυφος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακόρυφος η ακόρυφη το ακόρυφο
      γενική του ακόρυφου της ακόρυφης του ακόρυφου
    αιτιατική τον ακόρυφο την ακόρυφη το ακόρυφο
     κλητική ακόρυφε ακόρυφη ακόρυφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακόρυφοι οι ακόρυφες τα ακόρυφα
      γενική των ακόρυφων των ακόρυφων των ακόρυφων
    αιτιατική τους ακόρυφους τις ακόρυφες τα ακόρυφα
     κλητική ακόρυφοι ακόρυφες ακόρυφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακόρυφος < αρχαία ελληνική ἀκόρυφος < ἀ- + κορυφή

  Επίθετο

επεξεργασία

ακόρυφος, -η, -ο

  1. που δεν έχει κορυφή
  2. που δεν έχει αρχή, εξουσία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία