Κουτσουμπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κουτσουμπός < παρατσούκλι: κουτσουμπός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.t͡sumˈbos/ & /ku.t͡suˈbos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐τσου‐μπός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουτσουμπός αρσενικό (θηλυκό Κουτσουμπού)