κουρούπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρούπι | τα | κουρούπια |
γενική | του | κουρουπιού | των | κουρουπιών |
αιτιατική | το | κουρούπι | τα | κουρούπια |
κλητική | κουρούπι | κουρούπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουρούπι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουρούπι < *κορύπη < αρχαία ελληνική κόρυμβος < κόρυς
- (Έχει προταθεί και η ετυμολόγηση από το (συριακό-αραμαϊκό) geroba) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουρούπι ουδέτερο (ιδιωματικό) (& κρούπι)
- πήλινο αγγείο
- σπασμένο αγγείο με απομεινάρια από τα τοιχώματα[2]
- ⮡ οι κότες πίνουν νερό από το κουρούπι
- (σκωπτικό, παρωχημένο) το κεφάλι, η κεφάλα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) → δείτε τη λέξη κουρούπα
Παροιμίες
επεξεργασία- το κακό κουρούπι δεν τσακίζεται (δύσκολα αποβάλλεται το κακό)
Συγγενικά
επεξεργασία- κουρούπα (μεγεθυντικό)
- κουρουπάκι (υποκοριστικό)
- κουρουπιαστός
- πιθανόν κουρούπης, Κουρούπης
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κουρούπι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ «κορούπι - ἀγγεῖον ἐξ ὑδρίας θραυσθείσης, ἡ βάσις τῆς ὑδρίας μετὰ τῶν τοιχωμάτων» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .