↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουρουπιαστός η κουρουπιαστή το κουρουπιαστό
      γενική του κουρουπιαστού της κουρουπιαστής του κουρουπιαστού
    αιτιατική τον κουρουπιαστό την κουρουπιαστή το κουρουπιαστό
     κλητική κουρουπιαστέ κουρουπιαστή κουρουπιαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουρουπιαστοί οι κουρουπιαστές τα κουρουπιαστά
      γενική των κουρουπιαστών των κουρουπιαστών των κουρουπιαστών
    αιτιατική τους κουρουπιαστούς τις κουρουπιαστές τα κουρουπιαστά
     κλητική κουρουπιαστοί κουρουπιαστές κουρουπιαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουρουπιαστός < *κουρουπιάζω, κουρουπιασ- + -τός < κουρούπι

  Επίθετο

επεξεργασία

κουρουπιαστός

  1. διατηρημένος σε κουρούπι
  2. παστωμένος
  3. (ουσιαστικοποιημένο, γαστρονομία) το κουρουπιαστό: το σύγλινο, είδος αλλαντικού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία