κουρουπιαστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακουρουπιαστός
- διατηρημένος σε κουρούπι
- παστωμένος
- (ουσιαστικοποιημένο, γαστρονομία) το κουρουπιαστό: το σύγλινο, είδος αλλαντικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουρουπιαστός
|