σύγλινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύγλινο | τα | σύγλινα |
γενική | του | σύγλινου | των | σύγλινων |
αιτιατική | το | σύγλινο | τα | σύγλινα |
κλητική | σύγλινο | σύγλινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασύγλινο ουδέτερο
- (γαστρονομία) αλλαντικό της Μάνης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σύγλινο
|