Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρούπα < κουρούπι +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουρούπα θηλυκό (μεγεθυντικό του κουρούπι)

  1. μεγάλο κουρούπι, πήλινο δοχείο
  2. πιθάρι

  Μεταφράσεις επεξεργασία