Κουρούπης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚουρούπης αρσενικό
- βουνό της Σκιάθου
- ※ Ἐπῆγαν μέ τέτοιον καιρό νά κατεβάσουν ξύλα, ἀπάν' ἀπ' τοῦ Κουρούπη τά κατσάβραχα, στό Στοιβωτό, ἐκεῖ πού δέν μπορεῖ γίδι νά πατήσῃ (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
- ανδρικό επώνυμο, (θηλυκό Κουρούπη)
- άλλες μορφές: Κουρουπάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κουρούπης
|