Σκιάθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σκιάθος | ||
γενική | της | Σκιάθου | ||
αιτιατική | τη | Σκιάθο | ||
κλητική | Σκιάθε (Σκιάθο) | |||
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σκιάθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Σκιάθος ή από την ελληνιστική κοινή Σκίαθος[1] (με συνίζηση του [ia]) < άγνωστης ετυμολογίας, μάλλον τοπωνύμιο από την προελληνική . Συνδέεται παρετυμολογικά προς το αρχαία ελληνική σκιαθίς (=είδος ψαριού). Παρετυμολογείται επίσης λανθασμένα από το σκιά + Ἄθως
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsca.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκιά‐θος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκιάθος θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Σκιάθος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Σκιάθος | ||
γενική | τοῦ | Σκιάθου | ||
δοτική | τῷ | Σκιάθῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Σκιάθον | ||
κλητική ὦ! | Σκιάθε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σκιάθος < άγνωστης ετυμολογίας, μάλλον τοπωνύμιο από την προελληνική . → δείτε και το νεοελληνικό Σκιάθος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκιάθος θηλυκό
- νησί της Ελλάδας στις Σποράδες
- άλλες μορφές: Σκίαθος (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- Σκιάθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.