κολλαριστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κολλαριστός
- που του έχει γίνει κολλάρισμα
- ατσαλάκωτος, καινούριος ή σαν καινούριος
- (για πρόσωπα) που είναι ντυμένος με φρεσκοσιδερωμένα ρούχα
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
που του έχει γίνει κολλάρισμα