↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κολλαριστός η κολλαριστή το κολλαριστό
      γενική του κολλαριστού της κολλαριστής του κολλαριστού
    αιτιατική τον κολλαριστό την κολλαριστή το κολλαριστό
     κλητική κολλαριστέ κολλαριστή κολλαριστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κολλαριστοί οι κολλαριστές τα κολλαριστά
      γενική των κολλαριστών των κολλαριστών των κολλαριστών
    αιτιατική τους κολλαριστούς τις κολλαριστές τα κολλαριστά
     κλητική κολλαριστοί κολλαριστές κολλαριστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολλαριστός < κολλάρω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

κολλαριστός

  1. που του έχει γίνει κολλάρισμα
  2. ατσαλάκωτος, καινούριος ή σαν καινούριος
  3. (για πρόσωπα) που είναι ντυμένος με φρεσκοσιδερωμένα ρούχα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία