Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κολλάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κολλάρισμα
τα
κολλαρίσμα
τ
α
γενική
του
κολλαρίσμα
τ
ος
των
κολλαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
κολλάρισμα
τα
κολλαρίσμα
τ
α
κλητική
κολλάρισμα
κολλαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κολλάρισμα
<
κολλάρω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κολλάρισμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
ή το
αποτέλεσμα
τού
κολλάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κολλάρισμα