κολλάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακολλάρω
- αλείφω με κόλλα (ειδική ουσία σε υγρή μορφή) και σιδερώνω κάποιο ύφασμα, ώστε να παραμείνει σκληρό και ισιωμένο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κολλάρω | κόλλαρα | θα κολλάρω | να κολλάρω | κολλάροντας | |
β' ενικ. | κολλάρεις | κόλλαρες | θα κολλάρεις | να κολλάρεις | κόλλαρε | |
γ' ενικ. | κολλάρει | κόλλαρε | θα κολλάρει | να κολλάρει | ||
α' πληθ. | κολλάρουμε | κολλάραμε | θα κολλάρουμε | να κολλάρουμε | ||
β' πληθ. | κολλάρετε | κολλάρατε | θα κολλάρετε | να κολλάρετε | κολλάρετε | |
γ' πληθ. | κολλάρουν(ε) | κόλλαραν κολλάραν(ε) |
θα κολλάρουν(ε) | να κολλάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κολλάρισα | θα κολλαρίσω | να κολλαρίσω | κολλαρίσει | ||
β' ενικ. | κολλάρισες | θα κολλαρίσεις | να κολλαρίσεις | κολλάρισε | ||
γ' ενικ. | κολλάρισε | θα κολλαρίσει | να κολλαρίσει | |||
α' πληθ. | κολλαρίσαμε | θα κολλαρίσουμε | να κολλαρίσουμε | |||
β' πληθ. | κολλαρίσατε | θα κολλαρίσετε | να κολλαρίσετε | κολλαρίστε | ||
γ' πληθ. | κολλάρισαν κολλαρίσαν(ε) |
θα κολλαρίσουν(ε) | να κολλαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κολλαρίσει | είχα κολλαρίσει | θα έχω κολλαρίσει | να έχω κολλαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κολλαρίσει | είχες κολλαρίσει | θα έχεις κολλαρίσει | να έχεις κολλαρίσει | έχε κολλαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει κολλαρίσει | είχε κολλαρίσει | θα έχει κολλαρίσει | να έχει κολλαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κολλαρίσει | είχαμε κολλαρίσει | θα έχουμε κολλαρίσει | να έχουμε κολλαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κολλαρίσει | είχατε κολλαρίσει | θα έχετε κολλαρίσει | να έχετε κολλαρίσει | έχετε κολλαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κολλαρίσει | είχαν κολλαρίσει | θα έχουν κολλαρίσει | να έχουν κολλαρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κολλαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κολλαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κολλαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κολλαρισμένο |