ακολλάριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακολλάριστος < (στερητικό) α- + κολλαριστός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.koˈla.ɾi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κολ‐λά‐ρι‐στος
Επίθετο
επεξεργασίαακολλάριστος, -η, -ο
- που δεν έχει κολλαριστεί καθόλου ή που δεν έχει κολλαριστεί καλά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακολλάριστος
|