Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακολλάριστος η ακολλάριστη το ακολλάριστο
      γενική του ακολλάριστου της ακολλάριστης του ακολλάριστου
    αιτιατική τον ακολλάριστο την ακολλάριστη το ακολλάριστο
     κλητική ακολλάριστε ακολλάριστη ακολλάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακολλάριστοι οι ακολλάριστες τα ακολλάριστα
      γενική των ακολλάριστων των ακολλάριστων των ακολλάριστων
    αιτιατική τους ακολλάριστους τις ακολλάριστες τα ακολλάριστα
     κλητική ακολλάριστοι ακολλάριστες ακολλάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακολλάριστος < (στερητικό) α- + κολλαριστός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.koˈla.ɾi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κολ‐λά‐ρι‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

ακολλάριστος, -η, -ο

  • που δεν έχει κολλαριστεί καθόλου ή που δεν έχει κολλαριστεί καλά

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία