Δείτε επίσης: κοκκώδης
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοκκιώδης η κοκκιώδης το κοκκιώδες
      γενική του κοκκιώδους της κοκκιώδους του κοκκιώδους
    αιτιατική τον κοκκιώδη την κοκκιώδη το κοκκιώδες
     κλητική κοκκιώδη(ς) κοκκιώδης κοκκιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοκκιώδεις οι κοκκιώδεις τα κοκκιώδη
      γενική των κοκκιωδών των κοκκιωδών των κοκκιωδών
    αιτιατική τους κοκκιώδεις τις κοκκιώδεις τα κοκκιώδη
     κλητική κοκκιώδεις κοκκιώδεις κοκκιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοκκιώδης < κοκκί(ο) + -ώδης (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική granuleux[1])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.ciˈo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοκ‐κι‐ώ‐δης

  Επίθετο

επεξεργασία

κοκκιώδης, -ης, -ες

  1. (βιολογία, ιατρική) που αποτελείται από κοκκία ή τα περιέχει
  2. άλλη μορφή του κοκκώδης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κοκκιώδηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)