κοιναισθησιοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοιναισθησιοπάθεια < (αντιδάνειο) < (άμεσο δάνειο) αγγλική cenesthopathy < coenesthesio- (κοιν-αισθησι-ο-) + -pathy (-πάθεια)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοιναισθησιοπάθεια θηλυκό
- (ψυχιατρική) διάχυτη αίσθηση πόνου ή ενόχλησης, κοινή σε όλο το σώμα, που όμως δεν έχει οργανική βάση
Συγγενικά
επεξεργασία- κοιναισθησία (αίσθηση του σώματος)
- κοιναισθητικός
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κιναισθησία (αίσθηση κινήσεων)
- κιναισθητικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοιναισθησιοπάθεια
|