↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιναισθησιοπάθεια οι κοιναισθησιοπάθειες
      γενική της κοιναισθησιοπάθειας των κοιναισθησιοπαθειών
    αιτιατική την κοιναισθησιοπάθεια τις κοιναισθησιοπάθειες
     κλητική κοιναισθησιοπάθεια κοιναισθησιοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοιναισθησιοπάθεια < (αντιδάνειο) < (άμεσο δάνειο) αγγλική cenesthopathy < coenesthesio- (κοιν-αισθησι-ο-) + -pathy (-πάθεια)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.ne.sθi.si.oˈpa.θi.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοιναισθησιοπάθεια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία