κιναισθησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιναισθησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική kinesthésie < αρχαία ελληνική κίνησις + αἴσθησις[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.ne.sθiˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐ναι‐σθη‐σί‐α
- ομόηχο: κοιναισθησία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιναισθησία θηλυκό
- (φυσιολογία) η αντίληψη των μυϊκών κινήσεων και συστολών καθώς και (συνεκδοχικά) το σύνολο των κινήσεων αυτών
Συγγενικά επεξεργασία
- κιναισθητικός
- → και δείτε τις λέξεις κίνηση και αίσθηση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κιναισθησία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κιναισθησία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας