↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κιναισθητικός η κιναισθητική το κιναισθητικό
      γενική του κιναισθητικού της κιναισθητικής του κιναισθητικού
    αιτιατική τον κιναισθητικό την κιναισθητική το κιναισθητικό
     κλητική κιναισθητικέ κιναισθητική κιναισθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κιναισθητικοί οι κιναισθητικές τα κιναισθητικά
      γενική των κιναισθητικών των κιναισθητικών των κιναισθητικών
    αιτιατική τους κιναισθητικούς τις κιναισθητικές τα κιναισθητικά
     κλητική κιναισθητικοί κιναισθητικές κιναισθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κιναισθητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική kinesthétique < kinesthésie < αρχαία ελληνική κίνησις + αἴσθησις

  Επίθετο

επεξεργασία

κιναισθητικός, -ή, -ό

  • (φυσιολογία) που έχει σχέση με την κιναισθησία ή αναφέρεται σ’ αυτή
    Γλώσσες όπως η ελληνική, η αγγλική, η γαλλική και άλλες οι οποίες στηρίζονται στην ιστορική ορθογραφία των λέξεων, με την κατάργηση τής χειρόγραφης γραφής από τη μικρή σχολική ηλικία θα οδηγούνταν σε κύματα ανορθογραφίας από το γεγονός ότι θα χανόταν για πάντα η κιναισθητική επαφή των μαθητών με την εικόνα της λέξης, η αίσθηση δηλαδή για τις κινήσεις που χρειάζονται για τον σχεδιασμό των γραμμάτων κάθε λέξης, μια διάσταση πολύτιμη για τη γνώση τής ορθογραφίας. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία