kinesthésie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kinesthésie < kinésie + esthésie < αρχαία ελληνική κίνησις + αἴσθησις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ki.nɛs.teˈzi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
kinesthésie | kinesthésies |
kinesthésie (fr) θηλυκό