Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοιλάρφανος η κοιλάρφανη το κοιλάρφανο
      γενική του κοιλάρφανου της κοιλάρφανης του κοιλάρφανου
    αιτιατική τον κοιλάρφανο την κοιλάρφανη το κοιλάρφανο
     κλητική κοιλάρφανε κοιλάρφανη κοιλάρφανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοιλάρφανοι οι κοιλάρφανες τα κοιλάρφανα
      γενική των κοιλάρφανων των κοιλάρφανων των κοιλάρφανων
    αιτιατική τους κοιλάρφανους τις κοιλάρφανες τα κοιλάρφανα
     κλητική κοιλάρφανοι κοιλάρφανες κοιλάρφανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοιλάρφανος < κοιλ- + αρφανός[1] < αρχαία ελληνική ὀρφανός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈlaɾ.fa.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοι‐λάρ‐φα‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

κοιλάρφανος, -η, -ο

  1. (λαϊκότροπο) που έμεινε ορφανός από πατέρα ήδη από την περίοδο της κύησης[1] (άλλη μορφή: κοιλιάρφανος)
     συνώνυμα: οψιγενής
  2. (ιδιωματικό της Μυκόνου) το παιδί του οποίου η μητέρα πέθανε στη γέννα[2]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 κοιλάρφανος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 445.