κοιλιάρφανος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοιλιάρφανος < κοιλιά + αρφανός < αρχαία ελληνική ὀρφανός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ciˈʎaɾ.fa.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐λιάρ‐φα‐νος
Επίθετο επεξεργασία
κοιλιάρφανος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοιλιάρφανος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.