κογιονάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κογιονάρισμα < κογιονάρω + -ισμα < (άμεσο δάνειο) βενετική cogionar(e) < ιταλική coglionare < coglione (όρχις, (μεταφορικά) ανόητος) < λατινική coleus < ελληνιστική κοινή κολεός (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱel- (καλύπτω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακογιονάρισμα ουδέτερο
- (ιδιωματικό, επτανησιακό ιδίωμα, παρωχημένο) κοροϊδία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κογιονάρισμα
|