• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κογιονάρω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Πηγές
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
κογιονάρω < (άμεσο δάνειο) βενετική cogionar(e) < ιταλική coglionare < coglione (όρχις, (μεταφορικά) ανόητος) < λατινική coleus < ελληνιστική κοινή κολεός (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱel- (καλύπτω)

Ρήμα

επεξεργασία

κογιονάρω

  • (ιδιωματικό (επτανησιακό ιδίωμα), παρωχημένο) κοροϊδεύω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • κογιονάρισμα

Πηγές

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κογιονάρω
  • → δείτε τη λέξη κοροϊδεύω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κογιονάρω&oldid=5623358"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Νοεμβρίου 2022, στις 12:23

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Νοεμβρίου 2022, στις 12:23.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας