κογιονάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κογιονάρω < (άμεσο δάνειο) βενετική cogionar(e) < ιταλική coglionare < coglione (όρχις, (μεταφορικά) ανόητος) < λατινική coleus < ελληνιστική κοινή κολεός (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱel- (καλύπτω)
Ρήμα
επεξεργασίακογιονάρω
- (ιδιωματικό (επτανησιακό ιδίωμα), παρωχημένο) κοροϊδεύω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κογιονάρω
|