Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλασμένος η κλασμένη το κλασμένο
      γενική του κλασμένου της κλασμένης του κλασμένου
    αιτιατική τον κλασμένο την κλασμένη το κλασμένο
     κλητική κλασμένε κλασμένη κλασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλασμένοι οι κλασμένες τα κλασμένα
      γενική των κλασμένων των κλασμένων των κλασμένων
    αιτιατική τους κλασμένους τις κλασμένες τα κλασμένα
     κλητική κλασμένοι κλασμένες κλασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κλάνω

  Μετοχή επεξεργασία

κλασμένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που κάποιος τον έκλασε
  2. (μεταφορικά) που ειναι αδιάφορος για κάποιον
    —Πού είναι ο Γιάννης; —Πού να ξέρω; Κλασμένο τον έχω.
  3. (μεταφορικά, αργκό) ο μεθυσμένος ή ο μαστουρωμένος από κάνναβη

  Μεταφράσεις επεξεργασία