κλασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κλάνω
Μετοχή
επεξεργασίακλασμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που κάποιος τον έκλασε
- (μεταφορικά) που ειναι αδιάφορος για κάποιον
- —Πού είναι ο Γιάννης; —Πού να ξέρω; Κλασμένο τον έχω.
- (μεταφορικά, αργκό) ο μεθυσμένος ή ο μαστουρωμένος από κάνναβη
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλασμένος
|